στο λεξικό PONS
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
capital outflow ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
- capital outflow
- Kapitalexport αρσ
capital outflow ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- capital outflow
- Kapitalabfluss αρσ
cash outflow ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- cash outflow (Geldabfluss)
- Cash Outflow αρσ
net outflow ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- net outflow
-
sustained capital outflow ΟΥΣ ΥΠΕΡΚΡΑΤ ΟΡΓ
outflow of funds ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Mittelabfluss αρσ
outflow of capital ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-
- Kapitalabfluss αρσ
outflow of liquidity ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
currency outflow [ˈkʌrensiˌaʊtfləʊ]
- currency outflow
-
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
outflow ΟΥΣ
- outflow
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.