Lau·ne <-, -n> [ˈlaunə] ΟΥΣ θηλ
1. Laune (Stimmung):
- Laune
-
-
- [vorübergehende] Laune
-
- Laune θηλ <-, -n>
-
- gute Laune
-
- schlechte Laune οικ
-
- unbeständige Laune
-
- Laune θηλ <-, -n>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.