στο λεξικό PONS
mood1 [mu:d] ΟΥΣ
mood2 [mu:d] ΟΥΣ ΓΛΩΣΣ
holi·day ˈmood ΟΥΣ
1. holiday mood βρετ:
2. holiday mood αμερικ:
ˈmood swing ΟΥΣ
- the volatility of sb's moods
- jds Launenhaftigkeit
- changeable moods
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
market mood ΟΥΣ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
-
- Marktstimmung θηλ
mood of the market ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
-
- Börsenstimmung θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.