στο λεξικό PONS
Stim·mung <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Stimmung (Gemütslage):
2. Stimmung (Atmosphäre):
3. Stimmung (öffentliche Einstellung):
4. Stimmung τυπικ (Ambiente):
-
- atmosphere no πλ
- elegisch Stimmung
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.