I. un·heim·lich [ˈʊnhaimlɪç] ΕΠΊΘ
1. unheimlich (Grauen erregend):
2. unheimlich οικ (unglaublich, sehr):
3. unheimlich οικ (sehr groß, sehr viel):
II. un·heim·lich [ˈʊnhaimlɪç] ΕΠΊΡΡ οικ
unheimlich ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.