over·whelm·ing·ly [ˌəʊvəˈ(h)welmɪŋli, αμερικ ˌoʊvɚˈ-] ΕΠΊΡΡ
1. overwhelmingly (intensely):
- overwhelmingly
-
- overwhelmingly friendly
-
overwhelmingly ΕΠΊΡΡ
- overwhelmingly
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.