I. un·heim·lich [ˈʊnhaimlɪç] ΕΠΊΘ
1. unheimlich (Grauen erregend):
2. unheimlich οικ (unglaublich, sehr):
II. un·heim·lich [ˈʊnhaimlɪç] ΕΠΊΡΡ οικ
unheimlich ΕΠΊΘ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.