στο λεξικό PONS
 
 I. autumn [ˈɔ:təm, αμερικ ˈɑ:t̬əm] esp βρετ ΟΥΣ
II. autumn [ˈɔ:təm, αμερικ ˈɑ:t̬əm] esp βρετ ΟΥΣ modifier
autumn (day, festival, weather):
autumn ˈcro·cus ΟΥΣ
-  autumn crocus
 -  
 
ˈautumn sun ΟΥΣ
-  autumn sun
 -  Herbstsonne θηλ
 
 
 Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
autumn ˈoverturn βρετ, fall ˈoverturn αμερικ
-  autumn overturn
 -  
 
Ορολογία μαγειρικής της Lingenio
-  
 -  autumn salad
 
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.