στο λεξικό PONS
An·stal·ten ΟΥΣ πλ
- Anstalten
-
An·stalt <-, -en> [ˈanʃtalt] ΟΥΣ θηλ
2. Anstalt ΣΧΟΛ:
- Anstalt τυπικ
- institution τυπικ
3. Anstalt (öffentliche Einrichtung):
- Supermärkte haben meist durchgehende Öffnungszeiten einer öffentlichen Anstalt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Anstalt ΟΥΣ θηλ ΑΓΟΡ-ΣΥΝΑΓ
Anstalt des öffentlichen Rechts ΟΥΣ θηλ ΚΡΆΤΟς
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.