lau·nisch [ˈlaunɪʃ] ΕΠΊΘ
1. launisch (kapriziös):
- launisch
-
2. launisch (wechselhaft):
- launisch Wetter
-
- launisch Wetter
-
launisch ΕΠΊΘ
- launisch (launenhaft, nicht berechenbar)
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.