fem1 ΕΠΊΘ
fem (sex) συντομογραφία: female
-  fem
-  
I. fe·male [ˈfi:meɪl] ΕΠΊΘ αμετάβλ
fem2 ΕΠΊΘ
fem ΓΛΩΣΣ συντομογραφία: feminine
-  fem
-  fem.
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.
