στο λεξικό PONS
I. full [fʊl] ΕΠΊΘ
II. full [fʊl] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
em·ploy·ment [ɪmˈplɔɪmənt, αμερικ emˈ-] ΟΥΣ no pl
1. employment:
2. employment (profession):
3. employment μτφ (use):
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
full employment ΟΥΣ ΚΡΆΤΟς
employment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.