στο λεξικό PONS
-
- temporary replacement
-
- temporary replacement
-
- temporary
-
- temporary exhibition
-
- temporary
-
- temporary solution
-
- temporary phenomenon
-
- temporary stock
-
- temporary retirement
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
temporary employment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- temporary employment
-
- vorübergehende Beschäftigung ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- temporary employment
- vorübergehende Beschäftigung ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- temporary occupation
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
temporary shelter [ˈtemprriˌʃeltə] ΟΥΣ
- temporary shelter
-
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
-
- temporary employment contract
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.