στο λεξικό PONS
Kon·zept <-[e]s, -e> [kɔnˈtsɛpt] ΟΥΣ ουδ
- übergreifend Konzept, Maßnahme, Veränderung
-
- übergreifend Konzept, Maßnahme, Veränderung
-
-
- Konzept ουδ
-
- Konzept ουδ <-(e)s, -e>
-
- Konzept ουδ <-(e)s, -e>
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Relationship-Management-Konzept ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Present-Value-Konzept ΟΥΣ ουδ CTRL
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Konzept der verallgemeinerten Kosten ΑΞΙΟΛΌΓ
- Konzept der verallgemeinerten Kosten
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.