στο λεξικό PONS
di·ver·sion [daɪˈvɜ:ʃən, αμερικ dɪˈvɜ:r-] ΟΥΣ
1. diversion no pl (rerouting):
2. diversion:
tem·po·rary [ˈtempərəri, αμερικ -pəreri] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
temporary diversion βρετ ΥΠΟΔΟΜΉ
diversion ΚΥΚΛΟΦ ΡΟΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.