στο λεξικό PONS
em·ploy·ment [ɪmˈplɔɪmənt, αμερικ emˈ-] ΟΥΣ no pl
1. employment:
2. employment (profession):
3. employment μτφ (use):
tem·po·rary [ˈtempərəri, αμερικ -pəreri] ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
temporary employment ΟΥΣ ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
- vorübergehende Beschäftigung ΑΝΘΡ ΔΥΝΑΜ
-
employment ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Γλωσσάρι «Κοινωνική ενσωμάτωση και ισότητα δυνατοτήτων» του Γαλλογερμανικού Γραφείου Νέων (OFAJ)
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Μονόγλωσσα παραδείγματα (μη ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα της PONS)
Αναζήτηση στο λεξικό
- temporal domain
- temporal summation
- temporarily
- temporariness
- temporary
- temporary employment
- temporary shelter
- temporize
- tempt
- temptation
- tempter