στο λεξικό PONS
I. zeit·wei·lig [ˈtsaitvailɪç] ΕΠΊΘ
1. zeitweilig (gelegentlich):
- zeitweilig
-
II. zeit·wei·lig [ˈtsaitvailɪç] ΕΠΊΡΡ
zeitweilig → zeitweise
zeit·wei·se ΕΠΊΡΡ
1. zeitweise (gelegentlich):
2. zeitweise (vorübergehend):
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
-
- zeitweilig
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
zeitweilig ΥΠΟΔΟΜΉ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- to be under suspension worker, student