στο λεξικό PONS
I. pay1 [peɪ] ΟΥΣ no pl
II. pay1 <paid, paid> [peɪ] ΡΉΜΑ μεταβ
1. pay (give):
2. pay (give money for, settle):
3. pay (put, deposit):
4. pay (give money to):
5. pay μτφ (suffer the consequences):
6. pay μτφ (be worthwhile):
7. pay (bestow):
ιδιωτισμοί:
III. pay1 <paid, paid> [peɪ] ΡΉΜΑ αμετάβ
1. pay (give money):
2. pay:
I. out [aʊt] ΕΠΊΘ
1. out αμετάβλ, κατηγορ:
2. out αμετάβλ, κατηγορ (outside):
3. out αμετάβλ, κατηγορ (on the move):
5. out αμετάβλ, κατηγορ (available):
6. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (existing):
7. out αμετάβλ, κατηγορ (known):
8. out αμετάβλ, κατηγορ:
9. out αμετάβλ, κατηγορ (finished):
10. out αμετάβλ, κατηγορ ΑΘΛ:
11. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
12. out αμετάβλ, κατηγορ οικ:
13. out αμετάβλ, κατηγορ (not possible):
15. out αμετάβλ, κατηγορ (inaccurate):
16. out αμετάβλ, κατηγορ οικ (in search of):
19. out αμετάβλ, κατηγορ debutante:
II. out [aʊt] ΕΠΊΡΡ
1. out αμετάβλ:
2. out αμετάβλ:
3. out αμετάβλ (away from home, for a social activity):
4. out αμετάβλ:
5. out αμετάβλ (fully, absolutely):
6. out αμετάβλ (aloud):
7. out αμετάβλ (to an end, finished):
8. out αμετάβλ (out of prison):
-
- jdn freilassen
9. out αμετάβλ (unconscious):
10. out αμετάβλ (dislocated):
11. out αμετάβλ (open):
12. out αμετάβλ (outdated):
15. out αμετάβλ (at a distant place):
16. out αμετάβλ (towards a distant place):
III. out [aʊt] ΡΉΜΑ μεταβ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
pay ΡΉΜΑ μεταβ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
payout ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
contract ΡΉΜΑ αμετάβ CTRL
contract ΡΉΜΑ μεταβ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
contract ΡΉΜΑ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
| I | pay |
|---|---|
| you | pay |
| he/she/it | pays |
| we | pay |
| you | pay |
| they | pay |
| I | paid |
|---|---|
| you | paid |
| he/she/it | paid |
| we | paid |
| you | paid |
| they | paid |
| I | have | paid |
|---|---|---|
| you | have | paid |
| he/she/it | has | paid |
| we | have | paid |
| you | have | paid |
| they | have | paid |
| I | had | paid |
|---|---|---|
| you | had | paid |
| he/she/it | had | paid |
| we | had | paid |
| you | had | paid |
| they | had | paid |
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.
Αναζήτηση στο λεξικό
- full merchant
- full metal jacket
- full monty
- full moon
- full nelson
- full pay-out contract
- full-rigged
- fulls
- full-scale
- full-service bank
- full-service banking