στο λεξικό PONS
-
- Provision θηλ <-, -en>
-
- außerordentliche Provision
-
- außerordentliche Provision θηλ
-
- stattliche Provision
-
- Provision θηλ <-, -en>
-
- Provision verlangen
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
-
- Provision θηλ
-
- Provision(szahlung) θηλ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.