I. be·wusst·los, be·wußt·losπαλαιότ [bəwʊstlo:s] ΕΠΊΘ
- bewusstlos
-
II. be·wusst·los, be·wußt·losπαλαιότ [bəwʊstlo:s] ΕΠΊΡΡ
- bewusstlos
-
- bewusstlos zusammenbrechen
-
-
- bewusstlos ειδικ ορολ
-
- bewusstlos
- to knock sb unconscious
- jdn bewusstlos schlagen
-
- bewusstlos
-
- bewusstlos werden
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.