I. ohn·mäch·tig [ˈo:nmɛçtɪç] ΕΠΊΘ
1. ohnmächtig (bewusstlos):
2. ohnmächtig τυπικ (machtlos):
II. ohn·mäch·tig [ˈo:nmɛçtɪç] ΕΠΊΡΡ
- ohnmächtig
-
- ohnmächtig zusehen
-
- ohnmächtig zusammensinken
-
-
- ohnmächtig
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.