στο λεξικό PONS
fer·ne [ˈfɛrnə] ΕΠΊΡΡ παρωχ τυπικ
ferne → fern
I. fern <ferner, am fernsten> [fɛrn] ΕΠΊΘ
1. fern (räumlich entfernt):
Fer·ne <-, -n> [ˈfɛrnə] ΟΥΣ θηλ πλ selten
2. Ferne τυπικ (ferne Länder):
3. Ferne (längst vergangen):
I. fern <ferner, am fernsten> [fɛrn] ΕΠΊΘ
1. fern (räumlich entfernt):
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.