I. fer·ner·hin [ˈfɛrnɐhɪn] ΕΠΊΡΡ παρωχ τυπικ
fernerhin → ferner
II. fer·ner·hin [ˈfɛrnɐhɪn] ΣΎΝΔ παρωχ τυπικ
fernerhin → ferner
I. fer·ner [ˈfɛrnɐ] ΕΠΊΘ
II. fer·ner [ˈfɛrnɐ] ΕΠΊΡΡ
I. fern <ferner, am fernsten> [fɛrn] ΕΠΊΘ
1. fern (räumlich entfernt):
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.