στο λεξικό PONS
ac·count·an·cy [əˈkaʊntən(t)si, αμερικ -t̬ən(t)-] ΟΥΣ no pl
- accountancy
-
- accountancy
-
crea·tive ac·ˈcount·an·cy ΟΥΣ no pl ΟΙΚΟΝ, ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- creative accountancy οικ
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
accountancy ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- accountancy
-
creative accountancy ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
- creative accountancy
- Bilanzkosmetik θηλ
-
- accountancy
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.