στο λεξικό PONS
leas·ing [ˈli:sɪŋ] ΟΥΣ no pl
1. leasing:
ˈleas·ing agree·ment ΟΥΣ
ˈleas·ing com·pa·ny ΟΥΣ
ˈleas·ing busi·ness ΟΥΣ
ˈleas·ing mod·el ΟΥΣ
mu·nici·pal ˈleas·ing ΟΥΣ no pl
ˈve·hi·cle leas·ing ΟΥΣ no pl
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
leasing ΟΥΣ ΑΚΊΝ
-
- Vermietung θηλ
leasing ΟΥΣ ΟΙΚΟΝ ΔΊΚ
vehicle leasing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
leasing payment ΟΥΣ ΕΠΕΞΕΡΓ ΣΥΝΑΛΛ
leasing agreement ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
leasing object ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
leasing activity ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
leasing company ΟΥΣ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣ ΔΟΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.