rich·ly [ˈrɪtʃli] ΕΠΊΡΡ
1. richly (lavishly):
3. richly (plentifully):
- richly
-
-
- richly
-
- richly
-
- richly
-
- richly
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.