στο λεξικό PONS
bar [ba:ɐ̯] ΕΠΊΘ
1. bar (in Banknoten oder Münzen):
bar, Bar <-s, -s> [ba:ɐ̯] ΟΥΣ ουδ als Maßeinheit
- bar
- bar
Bar <-, -s> [ba:ɐ̯] ΟΥΣ θηλ
- Bar
- bar
Bär(in) <-en, -en> [bɛ:ɐ̯] ΟΥΣ αρσ(θηλ)
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.