στο λεξικό PONS
ve·hi·cle [ˈvɪəkl̩, αμερικ ˈvi:ə-] ΟΥΣ
1. vehicle (transport):
2. vehicle μτφ (means of expression):
ˈlaunch ve·hi·cle ΟΥΣ ΑΣΤΡΟΝ
hy·brid ˈve·hi·cle ΟΥΣ
department of motor vehicles, DMV ΟΥΣ
vehicle operator ΟΥΣ
traction vehicle ΟΥΣ
-
- Triebfahrzeug ουδ
- Flurförderzeuge ουσ πλ
- transport vehicles ουσ πλ
- Flurförderzeuge ουσ πλ
- industrial vehicles ουσ πλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
investment vehicle ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
vehicle leasing ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
vehicle insurance ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
vehicle exhausts [ˈvɪəklɪɡˌzɔːst] ΟΥΣ (vehicle exhaust fumes)
rail vehicle production ΟΥΣ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
road for motor vehicles only ΥΠΟΔΟΜΉ
for motor vehicles only road ΥΠΟΔΟΜΉ
law of conservation of vehicles
vehicle miles ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
vehicle borne (unit)
survey vehicle ΠΑΡΑΚΟΛ ΤΗς ΚΥΚΛΟΦ
Λεξιλόγιο τεχνολογίας ψύξης της GEA
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.