στο λεξικό PONS
trac·tion [ˈtrækʃən] ΟΥΣ no pl
1. traction of car, wheels:
- traction
-
2. traction ΜΗΧΑΝΙΚΉ (pulling):
- traction
-
- electric traction
-
ˈtrac·tion con·trol ΟΥΣ no pl
- traction control
-
ˈtrac·tion en·gine ΟΥΣ
- traction engine
-
traction vehicle ΟΥΣ
- traction vehicle bahn
- Triebfahrzeug ουδ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
-
- traction
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.