στο λεξικό PONS
I. ˈnews·pa·per ΟΥΣ
1. newspaper (journal):
2. newspaper no pl (material):
II. ˈnews·pa·per ΟΥΣ modifier
newspaper (article, editor, reporter):
eve·ning ˈnews·pa·per ΟΥΣ
lo·cal ˈnews·pa·per ΟΥΣ
dai·ly ˈnews·pa·per ΟΥΣ
ˈqual·ity news·pa·per ΟΥΣ
morn·ing ˈnews·pa·per ΟΥΣ
tab·loid ˈnews·pa·per ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.