στο λεξικό PONS
ˈdivi·dend-bear·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
fi·nal ˈdivi·dend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈdivi·dend yield ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈdivi·dend mod·el ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
ˈdivi·dend fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
ˈdivi·dend poli·cy ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
ˈdivi·dend rate ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
divi·dend [ˈdɪvɪdend] ΟΥΣ
1. dividend ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
-
- Dividende θηλ <-, -n>
ˈdivi·dend cov·er ΟΥΣ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
dividend-related ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
non-dividend fund ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
dividend-growth model ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dividend-bearing stock ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
dividend yield ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dividend cover ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
gross dividend ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
net dividend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
undivided road ΥΠΟΔΟΜΉ
two lane undivided ΥΠΟΔΟΜΉ
divided road ΥΠΟΔΟΜΉ
divided carriageway ΥΠΟΔΟΜΉ
lane divider ΥΠΟΔΟΜΉ
raised divider ΥΠΟΔΟΜΉ
dividing line (double line)
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.