στο λεξικό PONS
ˈdivi·dend-bear·ing ΕΠΊΘ αμετάβλ
Di·vi·den·den·wer·te ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Di·vi·den·den·pa·pie·re ΟΥΣ πλ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Dividendenwert ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
dividend-bearing stock ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.