

- undivided
-
- undivided attention
-


-
- undivided


- undivided road
-


-
- undivided road
- zweispurig im Gegenverkehr ΥΠΟΔΟΜΉ
-
-
- undivided road
- einbahnige [o. ungeteilte] Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
- undivided road
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
- undivided attention