στο λεξικό PONS
un·di·vid·ed [ˌʌndɪˈvaɪdɪd] ΕΠΊΘ
2. undivided (concentrated):
- undivided
-
- undivided attention
-
-
- undivided
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
undivided road ΥΠΟΔΟΜΉ
- undivided road
-
two lane undivided ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- undivided road
- zweispurig im Gegenverkehr ΥΠΟΔΟΜΉ
-
-
- undivided road
- einbahnige [o. ungeteilte] Straße ΥΠΟΔΟΜΉ
- undivided road
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγμένα από τη συντακτική ομάδα)
- undivided attention