στο λεξικό PONS
 
  
 I. bau·lich ΕΠΊΘ
II. bau·lich ΕΠΊΡΡ
 
  
 Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
 
  
 -  bauliche Verkehrsinsel
-  
-  bauliche Gestaltung
-  
-  Straße ohne bauliche Richtungstrennung
-  
-  Straße ohne bauliche Richtungstrennung
-  
 
  
 PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- bauliche Veränderungen durchführen
