στο λεξικό PONS
divi·dend [ˈdɪvɪdend] ΟΥΣ
1. dividend ΧΡΗΜΑΤΟΠ:
ad·vance ˈdivi·dend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
in·ter·im ˈdivi·dend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
fi·nal ˈdivi·dend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈdivi·dend war·rant ΟΥΣ βρετ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈdivi·dend pay·ment ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
ˈdivi·dend yield ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
ˈdivi·dend strip·ping ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
ˈdivi·dend mod·el ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΙΣΤ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
overall distribution of dividends ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
claim to dividends ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dividend disadvantage ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
interim dividend ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dividend hypothesis ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dividend yield ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
quarterly dividend ΟΥΣ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
dividend cover ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
dividend-related ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.