στο λεξικό PONS
Steu·er·ge·rät <-(e)s, -e> ΟΥΣ ουδ
1. Steuergerät ΤΕΧΝΟΛ:
- Steuergerät
-
2. Steuergerät ΡΑΔΙΟΦ:
- Steuergerät
-
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»


Steuergerät
- Steuergerät für ausschließlich verkehrsabhängige Steuerung ΥΠΟΔΟΜΉ
-
- Steuergerät für ausschließlich verkehrsabhängige Steuerung ΕΠΙΚΟΙΝ
-
- Steuergerät für teilweise verkehrsabhängige Steuerung ΕΠΙΚΟΙΝ
-
- Steuergerät für verkehrsabhängige Steuerung ΕΠΙΚΟΙΝ
-


-
- Steuergerät
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.