bunt·ka·riert ΕΠΊΘ
buntkariert → bunt
I. bunt [bʊnt] ΕΠΊΘ
2. bunt:
II. bunt [bʊnt] ΕΠΊΡΡ
1. bunt (farbig):
2. bunt (ungeordnet):
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.