I. mot·ley [ˈmɒtli, αμερικ ˈmɑ:t-] ΕΠΊΘ προσδιορ
1. motley (of different colours):
2. motley also μειωτ (heterogeneous):
II. mot·ley [ˈmɒtli, αμερικ ˈmɑ:t-] ΟΥΣ
1. motley no pl ΙΣΤΟΡΊΑ (garment):
- motley
-
- motley assortment
-
-
- motley
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.