Oxford Spanish Dictionary
motley [αμερικ ˈmɑtli, βρετ ˈmɒtli] ΕΠΊΘ
motley collection/bunch:
- abigarrado (abigarrada)
- motley
στο λεξικό PONS
motley <-ier, -iest> [ˈmɒtli, αμερικ ˈmɑ:t-] ΕΠΊΘ μειωτ
- motley
- variopinto, -a
- a motley assortment
-
motley <-ier, -iest> [ˈmat·li] ΕΠΊΘ μειωτ
- motley
- variopinto, -a
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- a motley assortment