I. kun·ter·bunt [ˈkʊntɐbʊnt] ΕΠΊΘ
1. kunterbunt (vielfältig):
- kunterbunt
-
3. kunterbunt (wahllos gemischt):
- kunterbunt
-
II. kun·ter·bunt [ˈkʊntɐbʊnt] ΕΠΊΡΡ (ungeordnet)
- kunterbunt durcheinander
-
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.