στο λεξικό PONS
mo·ti·va·tion·al [ˌməʊtɪˈveɪʃənəl, αμερικ ˌmoʊt̬ə] ΕΠΊΘ
- motivational
-
mo·ti·va·tion·al ˈspeak·er ΟΥΣ
- motivational speaker
- Motivational-Speaker αρσ (Vortragsredner, der es versteht, sein Publikum für ein bestimmtes Thema zu motivieren)
-
- motivational trainer
-
- motivational instrument
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.