στο λεξικό PONS
emp·ty-ˈhand·ed ΕΠΊΘ
high-ˈhand·ed ΕΠΊΘ
cack-hand·ed [ˌkækˈ-] ΕΠΊΘ βρετ, αυστραλ οικ
- cack-handed
- ungeschickt οικ
- cack-handed
-
heavy-ˈhand·ed ΕΠΊΘ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
stock on hand ΟΥΣ handel
inventory on hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
remaining cash in hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
cash on hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
-
- Barbestand αρσ
resources in hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
on-hand quantity ΟΥΣ handel
cash in hand ΟΥΣ ΛΟΓΙΣΤ
Ορολογία γεωγραφίας της Ernst Klett Sprachen
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
hand brake
right hand bend ΥΠΟΔΟΜΉ
Ορολογία μηχατρονικής της Klett
ˈhand-craft·ed ΕΠΊΘ
hand-crafted product:
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.