στο λεξικό PONS
mix·ture [ˈmɪkstʃəʳ, αμερικ -ɚ] ΟΥΣ
1. mixture (combination):
2. mixture (mixed fluid substance):
ˈcough mix·ture ΟΥΣ βρετ
- cough mixture
-
ˈfreez·ing mix·ture ΟΥΣ ΦΥΣ ΕΠΙΣΤ
- freezing mixture
- Kältemischung θηλ
cake mixture ΟΥΣ
-
- Backmischung θηλ
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
mixture of uses ΧΩΡΟΤΑΞΊΑ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.