στο λεξικό PONS
 
  
 I. sol·vent [ˈsɒlvənt, αμερικ ˈsɑ:l-] ΟΥΣ ΧΗΜ
ˈsol·vent-free ΕΠΊΘ αμετάβλ
-  solvent-free
-  lösungsmittelfrei nach ουσ
-  solvent-free
-  
ˈsol·vent abuse ΟΥΣ esp βρετ
-  solvent abuse
-  
 
  
 Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
solvent ΕΠΊΘ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
-  solvent (solvent)
-  
Ορολογία βιολογίας της Ernst Klett Sprachen
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
