στο λεξικό PONS
solv·abil·ity [ˌsɒlvəˈbɪləti, αμερικ ˌsɑ:lvəˈbɪlət̬i] ΟΥΣ no pl ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- solvability (insurance)
- Solvabilität θηλ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
solvability ΟΥΣ ΑΣΦΆΛ
- solvability (Mindesteigenkapital der Erstversicherer)
- Solvabilität θηλ
-
- solvability
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Δεν υπάρχουν παραδειγματικές προτάσεις.
Δοκιμάστε ένα άλλο λήμμα.