στο λεξικό PONS
bare·ly [ˈbeəli, αμερικ ˈber-] ΕΠΊΡΡ αμετάβλ
1. barely (hardly):
-
- barely concealed [or suppressed]
- [für jdn] kaum aussprechbar sein
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
barely steady phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- barely steady (Aktienkurs: gleich geblieben oder geringfügig gestiegen)
-
-
- barely steady
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.