Feind·se·lig·keit <-, -en> ΟΥΣ θηλ
1. Feindseligkeit kein πλ (feindselige Haltung):
- Feindseligkeit
-
2. Feindseligkeit πλ (Kampfhandlungen):
- Feindseligkeit
- hostilities ουσ πλ
-
- Feindseligkeit θηλ <-, -en>
-
- Feindseligkeit θηλ <-, -en>
-
- Feindseligkeit θηλ <-, -en>
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.