στο λεξικό PONS
Fein·ge·halt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
- Feingehalt
-
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Feingehalt ΟΥΣ αρσ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
- Feingehalt (Edelmetallgehalt, ausgedrückt in Tausendsteleinheiten)
-
- Feingehalt (Edelmetallgehalt, ausgedrückt in Tausendsteleinheiten)
-
-
- Feingehalt αρσ
-
- Feingehalt αρσ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.
Δεν υπάρχουν διαθέσιμα παραδείγματα προτάσεων
Δοκίμασε με μια άλλη καταχώριση.