στο λεξικό PONS
Edel·me·tall <-s, -e> ΟΥΣ ουδ
Edel·me·tall·han·del ΟΥΣ αρσ ΕΜΠΌΡ
Me·tall·ge·sell·schaft <-, -en> ΟΥΣ θηλ
Me·tall·ge·rüst ΟΥΣ ουδ
Mi·ni·mal·ge·halt ΟΥΣ ουδ
Blut·al·ko·hol·ge·halt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Al·ko·hol·ge·halt <-(e)s, -e> ΟΥΣ αρσ
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
Edelmetall-Lombard ΟΥΣ αρσ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Edelmetallgeschäft ΟΥΣ ουδ ΕΜΠΌΡ
Edelmetallgeschäft ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Edelmetallderivat ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Edelmetallzertifikat ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Edelmetallrisiko ΟΥΣ ουδ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
Edelmetall ΟΥΣ ουδ ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Papiergeld ohne Edelmetalldeckung phrase ΧΡΗΜΑΤΑΓ
Ειδικό λεξιλόγιο PONS «Συγκοινωνίες»
Blutalkoholgehalt ΟΔ ΑΣΦ
PONS OpenDict
Θέλεις να προσθέσεις μια λέξη, φράση ή μετάφραση;
Στείλε μας μια νέα καταχώριση για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα της PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στα αποτελέσματα.