στο λεξικό PONS
col·lat·er·al·ized [kəˈlætərəlaɪzd, αμερικ -ˈlæt̬-] ΕΠΊΘ ΧΡΗΜΑΤΟΠ
- collateralized
-
- collateralized loan
-
-
- collateralized bill
Τραπεζική, χρηματική και ασφαλιστική ορολογία PONS
collateralized loan ΟΥΣ ΕΠΈΝΔ-ΧΡΗΜ
- collateralized loan (kurzfristiger Bankkredit gegen die Verpfändung beweglicher Vermögensobjekte)
- Lombardkredit αρσ
collateralized loan business ΟΥΣ ΤΜΉΜ
PONS OpenDict
Θέλετε να προσθέσετε μια λέξη, φράση ή μετάφραση?
Στείλτε μας ένα νέο λήμμα για το PONS OpenDict. Οι προτάσεις ελέγχονται από τη συντακτική ομάδα του PONS και στη συνέχεια περιλαμβάνονται στο PONS OpenDict.
Παραδείγματα από το λεξικό PONS (ελεγχόμενα από το λεξικογραφικό τμήμα)
- collateralized loan